- πολεμικός
- πολεμικός, ή, όν 1. относящийся к войне, военный; 2. опытный в ведении войны; (τά πολεμικά военное дело; ср. полемика)
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
πολεμικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει ή ασχολείται με τον πόλεμο: Πολεμικός ανταποκριτής – Πολεμικός στόλος κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολεμικός — ή, ό / πολεμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό μένος» β. «πολεμικό ναυτικό» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός για πόλεμο ή ο… … Dictionary of Greek
πολεμικά — πολεμικός of neut nom/voc/acc pl πολεμικά̱ , πολεμικός of fem nom/voc/acc dual πολεμικά̱ , πολεμικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικώτερον — πολεμικός of adverbial comp πολεμικός of masc acc comp sg πολεμικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικωτάτω — πολεμικός of masc/neut nom/voc/acc superl dual πολεμικός of masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικωτάτων — πολεμικός of fem gen superl pl πολεμικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικῶν — πολεμικός of fem gen pl πολεμικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικόν — πολεμικός of masc acc sg πολεμικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικώτατα — πολεμικός of adverbial superl πολεμικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικώτατον — πολεμικός of masc acc superl sg πολεμικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)